επιβραδυντικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιβραδυντικά < επιβραδυντικός + -ά
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
επιβραδυντικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επιβραδυντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιβραδυντικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.