slow

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός slow
συγκριτικός slower
υπερθετικός slowest

slow (en)

  1. αργός, βραδύς, που δεν κινείται, δεν ενεργεί ή δεν γίνεται γρήγορα, που διαρκεί πολύ
    a slow train/journey - αργό τρένο/ταξίδι
    a slow death - αργός θάνατος
    with slow steps - με αργά βήματα
     αντώνυμα: fast
  2. αργός, δεν μαθαίνω γρήγορα· δυσκολεύομαι να καταλάβω πράγματα
    He has a slow wit.
    Είναι αργός στο μυαλό.

Επίρρημα

παραθετικά
θετικός slow
συγκριτικός slower
υπερθετικός slowest

slow (en)

  • αργώ, κάνω κάτι με αργή ταχύτητα
    You are going way too slow, can’t you work faster?
    Αργείς πάρα πολύ, δεν μπορείς να δουλέψεις πιο γρήγορα;
    Tell the driver to go slower.
    Πες στον οδηγό να πηγαίνει πιο αργά.
     συνώνυμα: slowly

Εκφράσεις

Ρήμα

ενεστώτας slow
γ΄ ενικό ενεστώτα slows
αόριστος slowed
παθητική μετοχή slowed
ενεργητική μετοχή slowing

slow (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) επιβραδύνω, μειώνω, κόβω (ταχύτητα)
    We slowed down the enemy’s advance.
    Επιβραδύναμε την εχθρική προέλαση.
    I am slowing production down.
    Επιβραδύνω/Μειώνω την παραγωγή.
    Progress was slowed by…
    Η πρόοδος επιβραδύνθηκε από…
    Slow down before you reach the intersection.
    Κόψε (ταχύτητα) πριν φθάσεις στο διασταύρωση.

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.