επήρεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επήρεια | οι | επήρειες |
| γενική | της | επήρειας | των | επηρειών |
| αιτιατική | την | επήρεια | τις | επήρειες |
| κλητική | επήρεια | επήρειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επήρεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπήρεια ("προσβλητική μεταχείριση ή συμπεριφορά") με ελληνιστική σημασία "πείραγμα από δαίμονα" με παρανάγνωση του ελληνιστικού ἐπίρροια (αρχαίο ἐπιρροή "εισροή υγρού") - σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική influence[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πή‐ρει‐α
Ουσιαστικό
επήρεια θηλυκό
- (λόγιο) επίδραση (κυρίως στην έκφραση υπό την επήρεια: εξ αιτίας της επίδρασης)
- Έδερνε τη γυναίκα του γιατί ήταν συνεχώς υπό την επήρεια του αλκοόλ. Δεν μπορούσε να απεξαρτηθεί, αλλά η επιρροή του γιατρού του ήταν καταλυτική: τον έπεισε να το κόψει!
Μεταφράσεις
Αναφορές
- επήρεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.