παρανάγνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρανάγνωση οι παραναγνώσεις
      γενική της παρανάγνωσης* των παραναγνώσεων
    αιτιατική την παρανάγνωση τις παραναγνώσεις
     κλητική παρανάγνωση παραναγνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραναγνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρανάγνωση < (παρα-) παρ- + ανάγνω(σις) -ση, (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική falsa lectio[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈna.ɣno.si/

Ουσιαστικό

παρανάγνωση θηλυκό

  • (γλωσσολογία, παλαιογραφία) εσφαλμένη ανάγνωση (όπως τα σφάλματα κατά την αντιγραφή χειρογράφων επειδή ο αντιγραφέας δε διάβασε σωστά το πρωτότυπο)
    οι αρχαίες λέξεις ἐπίρροια και ἐπήρεια ταυτίστηκαν λόγω παρανάγνωσης

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.