επηρεασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επηρεασμός οι επηρεασμοί
      γενική του επηρεασμού των επηρεασμών
    αιτιατική τον επηρεασμό τους επηρεασμούς
     κλητική επηρεασμέ επηρεασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επηρεασμός < αρχαία ελληνική ἐπηρεασμός

Ουσιαστικό

επηρεασμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.