επιρροή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιρροή οι επιρροές
      γενική της επιρροής των επιρροών
    αιτιατική την επιρροή τις επιρροές
     κλητική επιρροή επιρροές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιρροή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιρροή "εισροή υγρού" (< ἐπὶ + ῥέω) - σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική influence[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + ροή

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.ɾoˈi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιρροή

Ουσιαστικό

επιρροή θηλυκό

  1. ασκώ επίδραση, επηρεάζω
    Έμπλεκε καθημερινά σε καυγάδες γιατί ήταν συνεχώς υπό την επήρεια του αλκοόλ. Δεν μπορούσε να απεξαρτηθεί, αλλά η επιρροή του γιατρού του ήταν καταλυτική: τον έπεισε να το κόψει!
  2. κύρος, δύναμη, εξουσία, κυριαρχία
    ήταν πολιτικός με μεγάλη επιρροή
    η ζώνη επιρροής μιας υπερδύναμης

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.