ανεπηρέαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεπηρέαστος | η | ανεπηρέαστη | το | ανεπηρέαστο |
| γενική | του | ανεπηρέαστου | της | ανεπηρέαστης | του | ανεπηρέαστου |
| αιτιατική | τον | ανεπηρέαστο | την | ανεπηρέαστη | το | ανεπηρέαστο |
| κλητική | ανεπηρέαστε | ανεπηρέαστη | ανεπηρέαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεπηρέαστοι | οι | ανεπηρέαστες | τα | ανεπηρέαστα |
| γενική | των | ανεπηρέαστων | των | ανεπηρέαστων | των | ανεπηρέαστων |
| αιτιατική | τους | ανεπηρέαστους | τις | ανεπηρέαστες | τα | ανεπηρέαστα |
| κλητική | ανεπηρέαστοι | ανεπηρέαστες | ανεπηρέαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεπηρέαστος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεπηρέαστος ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική unaffected)
Επίθετο
ανεπηρέαστος
- αντικειμενικός, δίκαιος που δεν δέχεται επιρροές από ομάδες συμφερόντων ή και που δεν αφήνει ούτε τα δικά του συναισθήματα να επηρεάσουν μια απόφασή του ή ενέργειά του η οποία πρέπει να οριστεί από αντικειμενικά κριτήρια
- που δεν επηρεάστηκε από κάτι συγκεκριμένο, από κάτι που συνήθως έχει αντίκτυπο, που έμεινε απαθής ως προς αυτό ή που δεν το άφησε να επιδράσει
- Η χειρουργική του ικανότητα έμεινε ανεπηρέαστη από το τροχαίο που είχε, επανήλθε στην κλινική σαν να μην συνέβη τίποτα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη επηρεάζω
Μεταφράσεις
ανεπηρέαστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.