αλληλοεπηρεαζόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλληλοεπηρεαζόμενος η αλληλοεπηρεαζόμενη το αλληλοεπηρεαζόμενο
      γενική του αλληλοεπηρεαζόμενου της αλληλοεπηρεαζόμενης του αλληλοεπηρεαζόμενου
    αιτιατική τον αλληλοεπηρεαζόμενο την αλληλοεπηρεαζόμενη το αλληλοεπηρεαζόμενο
     κλητική αλληλοεπηρεαζόμενε αλληλοεπηρεαζόμενη αλληλοεπηρεαζόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλληλοεπηρεαζόμενοι οι αλληλοεπηρεαζόμενες τα αλληλοεπηρεαζόμενα
      γενική των αλληλοεπηρεαζόμενων των αλληλοεπηρεαζόμενων των αλληλοεπηρεαζόμενων
    αιτιατική τους αλληλοεπηρεαζόμενους τις αλληλοεπηρεαζόμενες τα αλληλοεπηρεαζόμενα
     κλητική αλληλοεπηρεαζόμενοι αλληλοεπηρεαζόμενες αλληλοεπηρεαζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλληλοεπηρεαζόμενος < αλληλο- + επηρεαζόμενος

Μετοχή

αλληλοεπηρεαζόμενος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.