ἐπήρεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐπήρειᾰ | αἱ | ἐπήρειαι |
| γενική | τῆς | ἐπηρείᾱς | τῶν | ἐπηρειῶν |
| δοτική | τῇ | ἐπηρείᾳ | ταῖς | ἐπηρείαις |
| αιτιατική | τὴν | ἐπήρειᾰν | τὰς | ἐπηρείᾱς |
| κλητική ὦ! | ἐπήρειᾰ | ἐπήρειαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπηρείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπηρείαιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Παράγωγα
- ἐπηρεάζω
- ἐπηρεασμός
- ἐπηρεαστής
- ἐπηρεαστικός
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ἐπήρεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπήρεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.