ἐπήρεια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπήρει αἱ ἐπήρειαι
      γενική τῆς ἐπηρείᾱς τῶν ἐπηρειῶν
      δοτική τῇ ἐπηρεί ταῖς ἐπηρείαις
    αιτιατική τὴν ἐπήρειᾰν τὰς ἐπηρείᾱς
     κλητική ! ἐπήρει ἐπήρειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπηρεί
γεν-δοτ τοῖν  ἐπηρείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐπήρεια < άγνωστης ετυμολογίας, από υποθετικό *ἐπ-ηρής + -εια με προτεινόμενο συσχετισμό με τα ἀρειή και ἀρά που πιθανόν να παρουσιάζει δυσχέρεια. Προτείνονται και συσχετισμοί με *ἔρος (ἐρεσχηλέω) ή με το ἐρέθω[1]

Ουσιαστικό

ἐπήρεια θηλυκό

Παράγωγα

  • ἐπηρεάζω
  • ἐπηρεασμός
  • ἐπηρεαστής
  • ἐπηρεαστικός

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.