ανεπηρέαστα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεπηρέαστα < ανεπηρέαστος +

Επίρρημα

ανεπηρέαστα

  • δίχως επιρροές από ομάδες συμφερόντων ή από πρόσωπα ή από προσωπικές συναισθηματικές εμπλοκές, για κάτι που πρέπει να οριστεί με συγκεκριμένα, αντικειμενικά κριτήρια
    πρέπει να αποφασίσουν ανεπηρέαστα ώστε να είναι αδιάβλητη η διαδικασία και το αποτέλεσμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανεπηρέαστα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.