εξάμηνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξάμηνος | η | εξάμηνη | το | εξάμηνο |
| γενική | του | εξάμηνου | της | εξάμηνης | του | εξάμηνου |
| αιτιατική | τον | εξάμηνο | την | εξάμηνη | το | εξάμηνο |
| κλητική | εξάμηνε | εξάμηνη | εξάμηνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξάμηνοι | οι | εξάμηνες | τα | εξάμηνα |
| γενική | των | εξάμηνων | των | εξάμηνων | των | εξάμηνων |
| αιτιατική | τους | εξάμηνους | τις | εξάμηνες | τα | εξάμηνα |
| κλητική | εξάμηνοι | εξάμηνες | εξάμηνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξάμηνος < εξά- + -μηνος
Συγγενικά
δίμηνος · τρίμηνος · τετράμηνος · πεντάμηνος · εξάμηνος · επτάμηνος / εφτάμηνος · οκτάμηνος / οχτάμηνος · εννιάμηνος · δεκάμηνος · εντεκάμηνος / ενδεκάμηνος · δωδεκάμηνος
Μεταφράσεις
εξάμηνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.