εξάμηνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εξάμηνο | τα | εξάμηνα |
| γενική | του | εξαμήνου & εξάμηνου |
των | εξαμήνων |
| αιτιατική | το | εξάμηνο | τα | εξάμηνα |
| κλητική | εξάμηνο | εξάμηνα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈksa.mi.no/
Ουσιαστικό
εξάμηνο ουδέτερο
Μεταφράσεις
εξάμηνο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.