δεκάμηνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεκάμηνος | η | δεκάμηνη | το | δεκάμηνο |
| γενική | του | δεκάμηνου | της | δεκάμηνης | του | δεκάμηνου |
| αιτιατική | τον | δεκάμηνο | τη | δεκάμηνη | το | δεκάμηνο |
| κλητική | δεκάμηνε | δεκάμηνη | δεκάμηνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεκάμηνοι | οι | δεκάμηνες | τα | δεκάμηνα |
| γενική | των | δεκάμηνων | των | δεκάμηνων | των | δεκάμηνων |
| αιτιατική | τους | δεκάμηνους | τις | δεκάμηνες | τα | δεκάμηνα |
| κλητική | δεκάμηνοι | δεκάμηνες | δεκάμηνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δεκάμηνος < δεκά- + -μηνος
Συγγενικά
- δεκάμηνο
- δεκαμηνία
δίμηνος · τρίμηνος · τετράμηνος · πεντάμηνος · εξάμηνος · επτάμηνος / εφτάμηνος · οκτάμηνος / οχτάμηνος · εννιάμηνος · δεκάμηνος · εντεκάμηνος / ενδεκάμηνος · δωδεκάμηνος
Μεταφράσεις
δεκάμηνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.