εξαμηνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξαμηνία | οι | εξαμηνίες |
| γενική | της | εξαμηνίας | των | εξαμηνιών |
| αιτιατική | την | εξαμηνία | τις | εξαμηνίες |
| κλητική | εξαμηνία | εξαμηνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξαμηνία < εξα- + -μηνία
Μεταφράσεις
εξαμηνία
|
→ δείτε τη λέξη εξάμηνο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.