εννιάμηνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εννιάμηνος | η | εννιάμηνη | το | εννιάμηνο |
| γενική | του | εννιάμηνου | της | εννιάμηνης | του | εννιάμηνου |
| αιτιατική | τον | εννιάμηνο | την | εννιάμηνη | το | εννιάμηνο |
| κλητική | εννιάμηνε | εννιάμηνη | εννιάμηνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εννιάμηνοι | οι | εννιάμηνες | τα | εννιάμηνα |
| γενική | των | εννιάμηνων | των | εννιάμηνων | των | εννιάμηνων |
| αιτιατική | τους | εννιάμηνους | τις | εννιάμηνες | τα | εννιάμηνα |
| κλητική | εννιάμηνοι | εννιάμηνες | εννιάμηνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εννιάμηνος < εννιά- + -μηνος
Συγγενικά
- εννιάμηνο
- εννιαμηνία
- εννιαμήνια
δίμηνος · τρίμηνος · τετράμηνος · πεντάμηνος · εξάμηνος · επτάμηνος / εφτάμηνος · οκτάμηνος / οχτάμηνος · εννιάμηνος · δεκάμηνος · εντεκάμηνος / ενδεκάμηνος · δωδεκάμηνος
Μεταφράσεις
εννιάμηνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.