δωδεκάμηνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δωδεκάμηνος η δωδεκάμηνη το δωδεκάμηνο
      γενική του δωδεκάμηνου της δωδεκάμηνης του δωδεκάμηνου
    αιτιατική τον δωδεκάμηνο τη δωδεκάμηνη το δωδεκάμηνο
     κλητική δωδεκάμηνε δωδεκάμηνη δωδεκάμηνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δωδεκάμηνοι οι δωδεκάμηνες τα δωδεκάμηνα
      γενική των δωδεκάμηνων των δωδεκάμηνων των δωδεκάμηνων
    αιτιατική τους δωδεκάμηνους τις δωδεκάμηνες τα δωδεκάμηνα
     κλητική δωδεκάμηνοι δωδεκάμηνες δωδεκάμηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δωδεκάμηνος < δώδεκα + -μηνος

Επίθετο

δωδεκάμηνος, -η, -ο

  1. ο σχετικός με διάρκεια δώδεκα μηνών
  2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα μηνών

Συγγενικά

δίμηνος · τρίμηνος · τετράμηνος · πεντάμηνος · εξάμηνος · επτάμηνος / εφτάμηνος · οκτάμηνος / οχτάμηνος · εννιάμηνος · δεκάμηνος · εντεκάμηνος / ενδεκάμηνος · δωδεκάμηνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.