οκτάμηνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οκτάμηνος η οκτάμηνη το οκτάμηνο
      γενική του οκτάμηνου της οκτάμηνης του οκτάμηνου
    αιτιατική τον οκτάμηνο την οκτάμηνη το οκτάμηνο
     κλητική οκτάμηνε οκτάμηνη οκτάμηνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οκτάμηνοι οι οκτάμηνες τα οκτάμηνα
      γενική των οκτάμηνων των οκτάμηνων των οκτάμηνων
    αιτιατική τους οκτάμηνους τις οκτάμηνες τα οκτάμηνα
     κλητική οκτάμηνοι οκτάμηνες οκτάμηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οκτάμηνος < οκτά- + -μηνος

Επίθετο

οκτάμηνος, -η, -ο και οχτάμηνος

Συγγενικά

δίμηνος · τρίμηνος · τετράμηνος · πεντάμηνος · εξάμηνος · επτάμηνος / εφτάμηνος · οκτάμηνος / οχτάμηνος · εννιάμηνος · δεκάμηνος · εντεκάμηνος / ενδεκάμηνος · δωδεκάμηνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.