πεντάμηνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντάμηνος η πεντάμηνη το πεντάμηνο
      γενική του πεντάμηνου της πεντάμηνης του πεντάμηνου
    αιτιατική τον πεντάμηνο την πεντάμηνη το πεντάμηνο
     κλητική πεντάμηνε πεντάμηνη πεντάμηνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντάμηνοι οι πεντάμηνες τα πεντάμηνα
      γενική των πεντάμηνων των πεντάμηνων των πεντάμηνων
    αιτιατική τους πεντάμηνους τις πεντάμηνες τα πεντάμηνα
     κλητική πεντάμηνοι πεντάμηνες πεντάμηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεντάμηνος < πεντά- + -μηνος

Επίθετο

πεντάμηνος, -η, -ο

  1. που διαρκεί πέντε μήνες
  2. που έχει ηλικία πέντε μηνών

Συγγενικά

δίμηνος · τρίμηνος · τετράμηνος · πεντάμηνος · εξάμηνος · επτάμηνος / εφτάμηνος · οκτάμηνος / οχτάμηνος · εννιάμηνος · δεκάμηνος · εντεκάμηνος / ενδεκάμηνος · δωδεκάμηνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.