τρίμηνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρίμηνος η τρίμηνη το τρίμηνο
      γενική του τρίμηνου της τρίμηνης του τρίμηνου
    αιτιατική τον τρίμηνο την τρίμηνη το τρίμηνο
     κλητική τρίμηνε τρίμηνη τρίμηνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρίμηνοι οι τρίμηνες τα τρίμηνα
      γενική των τρίμηνων των τρίμηνων των τρίμηνων
    αιτιατική τους τρίμηνους τις τρίμηνες τα τρίμηνα
     κλητική τρίμηνοι τρίμηνες τρίμηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τρίμηνος < τρί- + -μηνος

Επίθετο

τρίμηνος, -η, -ο

Συγγενικά

δίμηνος · τρίμηνος · τετράμηνος · πεντάμηνος · εξάμηνος · επτάμηνος / εφτάμηνος · οκτάμηνος / οχτάμηνος · εννιάμηνος · δεκάμηνος · εντεκάμηνος / ενδεκάμηνος · δωδεκάμηνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.