εξαμηνίτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαμηνίτικος | η | εξαμηνίτικη | το | εξαμηνίτικο |
| γενική | του | εξαμηνίτικου | της | εξαμηνίτικης | του | εξαμηνίτικου |
| αιτιατική | τον | εξαμηνίτικο | την | εξαμηνίτικη | το | εξαμηνίτικο |
| κλητική | εξαμηνίτικε | εξαμηνίτικη | εξαμηνίτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαμηνίτικοι | οι | εξαμηνίτικες | τα | εξαμηνίτικα |
| γενική | των | εξαμηνίτικων | των | εξαμηνίτικων | των | εξαμηνίτικων |
| αιτιατική | τους | εξαμηνίτικους | τις | εξαμηνίτικες | τα | εξαμηνίτικα |
| κλητική | εξαμηνίτικοι | εξαμηνίτικες | εξαμηνίτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξαμηνίτικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
εξαμηνίτικος, -η, -ο
- που γεννήθηκε κατά τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης
- εξαμηνίτικο αγοράκι/κοριτσάκι
- γεννήθηκε πρόωρη, ούτε καν εξαμηνίτικη
Μεταφράσεις
εξαμηνίτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.