εισαγόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εισαγόμενος | η | εισαγόμενη | το | εισαγόμενο |
| γενική | του | εισαγόμενου | της | εισαγόμενης | του | εισαγόμενου |
| αιτιατική | τον | εισαγόμενο | την | εισαγόμενη | το | εισαγόμενο |
| κλητική | εισαγόμενε | εισαγόμενη | εισαγόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εισαγόμενοι | οι | εισαγόμενες | τα | εισαγόμενα |
| γενική | των | εισαγόμενων | των | εισαγόμενων | των | εισαγόμενων |
| αιτιατική | τους | εισαγόμενους | τις | εισαγόμενες | τα | εισαγόμενα |
| κλητική | εισαγόμενοι | εισαγόμενες | εισαγόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
εισαγόμενος -η -ο
- που εισάγεται κάπου, που εισέρχεται, μπαίνει
- ↪ εισαγόμενη ποσότητα εμπορεύματος, έννοια, συνήθεια, έθιμο, πρόταση (στο συντακτικό)
- ↪ εισαγόμενο όργανο (π.χ. στην ιατρική, το γαστροσκόπιο)
- ξένο προϊόν που δεν παρασκευάζεται στον τόπο
- ↪ Όλα τα αναλώσιμα στους υπολογιστές είναι πια εισαγόμενα.
Συγγενικά
- εισάγω
- εισαγώγιμος
- εισαγωγέας
- εισαγωγή
- εισαγωγικός
- τα εισαγωγικά στη γραφή του λόγου
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.