εισαγόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εισαγόμενος η εισαγόμενη το εισαγόμενο
      γενική του εισαγόμενου της εισαγόμενης του εισαγόμενου
    αιτιατική τον εισαγόμενο την εισαγόμενη το εισαγόμενο
     κλητική εισαγόμενε εισαγόμενη εισαγόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εισαγόμενοι οι εισαγόμενες τα εισαγόμενα
      γενική των εισαγόμενων των εισαγόμενων των εισαγόμενων
    αιτιατική τους εισαγόμενους τις εισαγόμενες τα εισαγόμενα
     κλητική εισαγόμενοι εισαγόμενες εισαγόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εισαγόμενος < εἰσαγόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος εἰσάγω εισάγω

Μετοχή

εισαγόμενος -η -ο

  1. που εισάγεται κάπου, που εισέρχεται, μπαίνει
    εισαγόμενη ποσότητα εμπορεύματος, έννοια, συνήθεια, έθιμο, πρόταση (στο συντακτικό)
    εισαγόμενο όργανο (π.χ. στην ιατρική, το γαστροσκόπιο)
  2. ξένο προϊόν που δεν παρασκευάζεται στον τόπο
    Όλα τα αναλώσιμα στους υπολογιστές είναι πια εισαγόμενα.

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.