εισάγομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εισάγομαι < παθητική φωνή του ρήματος εισάγω < αρχαία ελληνική εἰσάγω
Ρήμα
εισάγομαι, πρτ.: εισαγόμουν, στ.μέλλ.: θα εισαχθώ, αόρ.: εισάχθηκα και εισήχθην, μτχ.π.π.: εισηγμένος
- με εισάγουν, με βάζουν μέσα
- το ενδοσκόπιο εισάγεται στον πεπτικό σωλήνα
- (για εμπορεύματα)
- αυτό το μηχάνημα εισάγεται από την Γαλλία
- η τομάτα εισήχθη στην Ευρώπη τον Μεσαίωνα
- εισέρχομαι, μπαίνω κάπου (με εξετάσεις)
- φέτος θα εισαχθούν λιγότεροι στο Πανεπιστήμιο
- (γραμματική) ξεκινώ
Συγγενικά
- εισαγώγιμος
- εισαγωγέας
- εισαγωγή
- εισαγωγικός
- εισαγωγικά (σημείο στίξης)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εισάγομαι | εισαγόμουν(α) | θα εισάγομαι | να εισάγομαι | ||
| β' ενικ. | εισάγεσαι | εισαγόσουν(α) | θα εισάγεσαι | να εισάγεσαι | εισάγου | |
| γ' ενικ. | εισάγεται | εισαγόταν(ε) | θα εισάγεται | να εισάγεται | ||
| α' πληθ. | εισαγόμαστε | εισαγόμαστε εισαγόμασταν |
θα εισαγόμαστε | να εισαγόμαστε | ||
| β' πληθ. | εισάγεστε | εισαγόσαστε εισαγόσασταν |
θα εισάγεστε | να εισάγεστε | εισάγεστε | |
| γ' πληθ. | εισάγονται | εισάγονταν εισαγόντουσαν |
θα εισάγονται | να εισάγονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εισάχθηκα | θα εισαχθώ | να εισαχθώ | εισαχθεί | ||
| β' ενικ. | εισάχθηκες | θα εισαχθείς | να εισαχθείς | |||
| γ' ενικ. | εισάχθηκε | θα εισαχθεί | να εισαχθεί | |||
| α' πληθ. | εισαχθήκαμε | θα εισαχθούμε | να εισαχθούμε | |||
| β' πληθ. | εισαχθήκατε | θα εισαχθείτε | να εισαχθείτε | εισαχθείτε | ||
| γ' πληθ. | εισάχθηκαν εισαχθήκαν(ε) |
θα εισαχθούν(ε) | να εισαχθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εισαχθεί | είχα εισαχθεί | θα έχω εισαχθεί | να έχω εισαχθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις εισαχθεί | είχες εισαχθεί | θα έχεις εισαχθεί | να έχεις εισαχθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εισαχθεί | είχε εισαχθεί | θα έχει εισαχθεί | να έχει εισαχθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εισαχθεί | είχαμε εισαχθεί | θα έχουμε εισαχθεί | να έχουμε εισαχθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εισαχθεί | είχατε εισαχθεί | θα έχετε εισαχθεί | να έχετε εισαχθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εισαχθεί | είχαν εισαχθεί | θα έχουν εισαχθεί | να έχουν εισαχθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.