εισάγομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εισάγομαι < παθητική φωνή του ρήματος εισάγω < αρχαία ελληνική εἰσάγω

Ρήμα

εισάγομαι, πρτ.: εισαγόμουν, στ.μέλλ.: θα εισαχθώ, αόρ.: εισάχθηκα και εισήχθην, μτχ.π.π.: εισηγμένος

  1. με εισάγουν, με βάζουν μέσα
    το ενδοσκόπιο εισάγεται στον πεπτικό σωλήνα
  2. (για εμπορεύματα)
    αυτό το μηχάνημα εισάγεται από την Γαλλία
    η τομάτα εισήχθη στην Ευρώπη τον Μεσαίωνα
  3. εισέρχομαι, μπαίνω κάπου (με εξετάσεις)
    φέτος θα εισαχθούν λιγότεροι στο Πανεπιστήμιο
  4. (γραμματική) ξεκινώ
    οι ειδικές προτάσεις εισάγονται με τους συνδέσμους ότι και πως

Συγγενικά

Αντώνυμα


Κλίση


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.