εισαγωγέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εισαγωγέας οι εισαγωγείς
      γενική του
του/της
εισαγωγέα
εισαγωγέως
των εισαγωγέων
    αιτιατική τον/την εισαγωγέα τους/τις εισαγωγείς
     κλητική εισαγωγέα εισαγωγείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εισαγωγέας < (καθαρεύουσα) εισαγωγεύς < (ελληνιστική κοινή)

Ουσιαστικό

εισαγωγέας αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) ο έμπορος που εισάγει, που φέρνει εμπορεύματα στη χώρα του από το εξωτερικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.