γαστροσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γαστροσκόπιο | τα | γαστροσκόπια |
| γενική | του | γαστροσκοπίου & γαστροσκόπιου |
των | γαστροσκοπίων |
| αιτιατική | το | γαστροσκόπιο | τα | γαστροσκόπια |
| κλητική | γαστροσκόπιο | γαστροσκόπια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γαστροσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική): ειδική συσκευή, - ενδοσκόπιο -, με την οποία επιχειρείται η γαστροσκόπηση
Μεταφράσεις
γαστροσκόπιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.