εισαγωγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εισαγωγικός η εισαγωγική το εισαγωγικό
      γενική του εισαγωγικού της εισαγωγικής του εισαγωγικού
    αιτιατική τον εισαγωγικό την εισαγωγική το εισαγωγικό
     κλητική εισαγωγικέ εισαγωγική εισαγωγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εισαγωγικοί οι εισαγωγικές τα εισαγωγικά
      γενική των εισαγωγικών των εισαγωγικών των εισαγωγικών
    αιτιατική τους εισαγωγικούς τις εισαγωγικές τα εισαγωγικά
     κλητική εισαγωγικοί εισαγωγικές εισαγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εισαγωγικός < (ελληνιστική κοινή) εἰσαγωγικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.sa.ɣoˈʝi.kos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /i.sa.ɣoˈʝi.ci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /i.sa.ɣoˈʝi.ko/ ουδέτερο

Επίθετο

εισαγωγικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με την εισαγωγή
  2. που αποτελεί την εισαγωγή

Εκφράσεις

  • εισαγωγικός βαθμός: ο βαθμός με τον οποίος κάποιος εντάσσεται σε κάποιο επαγγελματικό κλάδο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.