εγκύκλιος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εγκύκλιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγκύκλιος (εννοείται παιδεία), αρχαία σημασία: στρογγυλός [1] > ἐν (ἐγ-) + κύκλιος (κύκλ(ος) + -ιος)[2]
- για το ουσιαστικό < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική circulaire (administrative [3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋˈɟi.kli.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκύ‐κλι‐ος
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κύ‐κλι‐ος
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγκύκλιος | η | εγκύκλια & εγκύκλιος |
το | εγκύκλιο |
| γενική | του | εγκύκλιου & εγκυκλίου |
της | εγκύκλιας & εγκυκλίου |
του | εγκύκλιου & εγκυκλίου |
| αιτιατική | τον | εγκύκλιο | την | εγκύκλια & εγκύκλιο |
το | εγκύκλιο |
| κλητική | εγκύκλιε | εγκύκλια & εγκύκλιε |
εγκύκλιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγκύκλιοι | οι | εγκύκλιες & εγκύκλιοι |
τα | εγκύκλια |
| γενική | των | εγκύκλιων & εγκυκλίων |
των | εγκύκλιων & εγκυκλίων |
των | εγκύκλιων & εγκυκλίων |
| αιτιατική | τους | εγκύκλιους & εγκυκλίους |
τις | εγκύκλιες & εγκυκλίους |
τα | εγκύκλια |
| κλητική | εγκύκλιοι | εγκύκλιες & εγκύκλιοι |
εγκύκλια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
εγκύκλιος
- (εκπαίδευση) για τις σπουδές που αφορούν σε ένα μεγάλο εύρος αντικειμένων και προσφέρουν μια γενική μόρφωση (συνήθως εννοούνται οι σπουδές πριν το Πανεπιστήμιο)
- ↪ τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην πόλη όπου γεννήθηκε
Μεταφράσεις
εγκύκλιος (επίθετο)
|
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκύκλιος | οι | εγκύκλιοι (εγκύκλιες) |
| γενική | της | εγκυκλίου | των | εγκυκλίων |
| αιτιατική | την | εγκύκλιο | τις | εγκυκλίους (εγκύκλιες) |
| κλητική | εγκύκλιε (εγκύκλιο) | εγκύκλιοι (εγκύκλιες) | ||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
εγκύκλιος θηλυκό
- έγγραφο προϊσταμένης αρχής που διανέμεται σε όλες τις υφιστάμενες υπηρεσίες
- ↪ Το υπουργείο Παιδείας έστειλε στα σχολεία μια νέα εγκύκλιο σχετικά με τις απουσίες των μαθητών.
Αναφορές
- εγκύκλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.