général
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
- ΔΦΑ : /ʒe.ne.ʁal/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| général | généraux |
général (fr) αρσενικό
- ο στρατηγός
- (κατ' αναλαγία) ο αρχηγός, ο διευθυντής
- général des finances: ο επικεφαλής μιας φορολογικής περιφέρειας κατά τη διάρκεια του Ancien Régime, στη Γαλλία
- → δείτε τη λέξη généralité
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.