εύρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εύρος τα εύρη
      γενική του εύρους των ευρών
    αιτιατική το εύρος τα εύρη
     κλητική εύρος εύρη
Οι τύποι του πληθυντικού και ιδιαίτερα της
γενικής είναι δύσχρηστοι
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

εύρος ουδέτερο < αρχαία ελληνική εὖρος < εὐρύς

Ουσιαστικό

εύρος ουδέτερο

  1. το πλάτος
  2. επιτρεπόμενες (ή υπαρκτές) τιμές εντός διαστήματος ακραίων (τιμών)
  3. (μεταφορικά) γκάμα (το σύνολο των) υπαρκτών ή δυνητικά υπαρκτών εναλλακτικών
    κανείς δεν γνωρίζει ακόμη το εύρος των αναμενόμενων αλλαγών
    το εύρος των ακουσμάτων (μουσικών επιλογών) του είναι μεγάλο

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

εύρος αρσενικό < αρχαία ελληνική εὖρος < εὐρύς

Ουσιαστικό

εύρος αρσενικό

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.