δώμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δώμα τα δώματα
      γενική του δώματος των δωμάτων
    αιτιατική το δώμα τα δώματα
     κλητική δώμα δώματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δώμα < αρχαία ελληνική δῶμα

Ουσιαστικό

δώμα ουδέτερο

  1. ταράτσα, επίπεδη στέγη
  2. δωμάτιο σε ταράτσα
  3. (στον πληθυντικό) το ιδιαίτερο δωμάτιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.