δώμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δώμα | τα | δώματα |
| γενική | του | δώματος | των | δωμάτων |
| αιτιατική | το | δώμα | τα | δώματα |
| κλητική | δώμα | δώματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δώμα < αρχαία ελληνική δῶμα
Ουσιαστικό
δώμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.