δωματιάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δωματιάκι | τα | δωματιάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | δωματιάκι | τα | δωματιάκια |
| κλητική | δωματιάκι | δωματιάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δωματιάκι < δωμάτι(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
δωματιάκι ουδέτερο
- {ετ|υποκορ}} μικρό δωμάτιο
- (χαϊδευτικό) αγαπημένο δωμάτιο
- ※ Φτάνοντας στο σπίτι του, πήγε στο δωματιάκι πού τόχε άποκλειστικά δικό του
- Αντώνης Σαμαράκης Συλλογή διηγημάτων Ζητείται ελπίς (1954)
- ※ Φτάνοντας στο σπίτι του, πήγε στο δωματιάκι πού τόχε άποκλειστικά δικό του
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε δωμάτιο
δωματιάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.