δωματιάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δωματιάρα οι δωματιάρες
      γενική της δωματιάρας
    αιτιατική τη δωματιάρα τις δωματιάρες
     κλητική δωματιάρα δωματιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δωματιάρα < δωμάτι(ο) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό

δωματιάρα θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε δωμάτιο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.