δυνάστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δυνάστης | οι | δυνάστες |
| γενική | του | δυνάστη | των | δυναστών |
| αιτιατική | τον | δυνάστη | τους | δυνάστες |
| κλητική | δυνάστη | δυνάστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δυνάστης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυνάστης (κυρίαρχος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈna.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐νά‐στης
Ουσιαστικό
δυνάστης αρσενικό
- καταπιεστικός μονάρχης
- ※ Οι Αμερικανοί δυνάστες έβαλαν σε εφαρμογή αμέσως δύο φοβερά μέτρα. (Έλλη Αλεξίου (1974) Ερνέστο Γκεβάρα [δοκίμιο])
- (κατ’ επέκταση) τυραννικός άνθρωπος που καταδυναστεύει τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν και πάνω στους οποίους έχει κάποια μορφή εξουσίας
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
δυναστ-
δυναστ-
Μεταφράσεις
δυνάστης
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| δῠνᾰστα- | |||||
| ονομαστική | ὁ | δυνάστης | οἱ | δυνάσται | |
| γενική | τοῦ | δυνάστου | τῶν | δυναστῶν | |
| δοτική | τῷ | δυνάστῃ | τοῖς | δυνάσταις | |
| αιτιατική | τὸν | δυνάστην | τοὺς | δυνάστᾱς | |
| κλητική ὦ! | δυνάστᾰ | δυνάσται | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυνάστᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | δυνάσταιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
δυνάστης, -ου [δῠνᾰστ-] αρσενικό (θηλυκό δυνάστειρα, δυνάστις)
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
δυναστ-
δυναστ-
- ἀδυναστί
- διαδυναστεύω
- δυναστεία
- δυνάστειρα
- δυνάστευμα
- δυναστευτικός
- δυναστεύω
- δυναστικός
- δυνάστις
- δυνάστωρ
- ἐκδυναστεύω
- ἐνδυναστεύω
- καταδυναστεία
- καταδυναστεύω
- ὀβριμοδυνάστης
- πανδυνάστειρα
- παντοδυνάστης
- παραδυναστεύω
- πυρσοδυνάστης
- συνδυναστεύω
- ὑπερδυναστεύω
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- δυνάστης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυνάστης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.