δηρός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δηρός δηρᾱ́ τὸ δηρόν
      γενική τοῦ δηροῦ τῆς δηρᾶς τοῦ δηροῦ
      δοτική τῷ δηρ τῇ δηρ τῷ δηρ
    αιτιατική τὸν δηρόν τὴν δηρᾱ́ν τὸ δηρόν
     κλητική ! δηρέ δηρᾱ́ δηρόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δηροί αἱ δηραί τὰ δηρᾰ́
      γενική τῶν δηρῶν τῶν δηρῶν τῶν δηρῶν
      δοτική τοῖς δηροῖς ταῖς δηραῖς τοῖς δηροῖς
    αιτιατική τοὺς δηρούς τὰς δηρᾱ́ς τὰ δηρᾰ́
     κλητική ! δηροί δηραί δηρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δηρώ τὼ δηρᾱ́ τὼ δηρώ
      γεν-δοτ τοῖν δηροῖν τοῖν δηραῖν τοῖν δηροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δηρός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

δηρός, -ά, -όν

  1. μακρός, μακράς διάρκειας, επί μακρόν
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 305 (στίχοι 305-306)
    ἤδη γὰρ δηρὸν χρόνον ἀλλήλων ἀπέχονται | εὐνῆς καὶ φιλότητος, ἐπεὶ χόλος ἔμπεσε θυμῷ.
    ότι πολύν τώρα καιρόν, ως είναι χολωμένοι | δεν θέλουν να συγκοιμηθούν στην νυμφικήν τους κλίνην.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
  2. (το ουδέτερο ως επίρρημα) δηρόν και δαρόν: πάρα πολύ, για πολύν καιρό
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 298 (στίχοι 297-298)
    ἀλλὰ καὶ ἔμπης | αἰσχρόν τοι δηρόν τε μένειν κενεόν τε νέεσθαι.
    αλλ᾽ όμως είν᾽ αισχύνη | πολύν να έμεινες καιρόν και άδειος να γυρίσεις.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 220 (στίχοι 219-220)
    ἀμφὶ δ᾽ ἐλαίῳ | χρίσομαι· ἦ γὰρ δηρὸν ἀπὸ χροός ἐστιν ἀλοιφή.
    και θ᾽ αλειφτώ παντού με λάδι. | Πάει καιρός που τέτοιο βάλσαμο δεν μάλαξε το δέρμα μου.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 629 (629-631)
    δηρὸν γὰρ μάρναντο πόνον θυμαλγέ᾽ ἔχοντες | ἀντίον ἀλλήλοισι διὰ κρατερὰς ὑσμίνας | Τιτῆνές τε θεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐξεγένοντο,
    Γιατί καιρό πολέμαγαν κι είχανε πόλεμο που θλίβει την ψυχή, | ενάντια μεταξύ τους σε μάχες κρατερές, | οι θεοί Τιτάνες κι όσοι απ᾽ τον Κρόνο γεννηθήκανε,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr

  • δωρικός τύπος: δαρός

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.