δυναστεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυναστεία οι δυναστείες
      γενική της δυναστείας των δυναστειών
    αιτιατική τη δυναστεία τις δυναστείες
     κλητική δυναστεία δυναστείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυναστεία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dynastie < αρχαία ελληνική δυναστεία < δυναστεύω < δυνάστης

Ουσιαστικό

δυναστεία θηλυκό

  1. μία σειρά μοναρχών που προέρχονται από την ίδια οικογένεια και διαδέχονται ο ένας τον άλλον με βάση το δίκαιο της κληρονομικής διαδοχής
  2. (κατ’ επέκταση) οικογένεια με μεγάλη επιρροή στον οικονομικό ή πολιτικό τομέα για δύο ´ή περισσότερες γενιές

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

δυναστεία

  1. ισχύς, κυριαρχία
  2. ολιγαρχία


Αναφορές

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.