καταδυναστεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταδυναστεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταδυναστεύω[1]

Ρήμα

καταδυναστεύω

  1. εξουσιάζω τυραννικά, με βία ή ιδιαίτερη πίεση
  2. επιβάλλω αυτό που θέλω ή ζητώ αυτό που δικαιούμαι πιεστικά, με την άσκηση βίας
  3. έχω συμπεριφορά που επιβάλλει σε άλλους υπερβολική προστασία, περιορίζοντάς τους την αυτενέργεια ή αφαιρώντας τους κάθε πρωτοβουλία
  4. (μεταφορικά, για κάτι) που ασκεί αρνητική επίδραση, που ταλαιπωρεί, που περιορίζει


Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.