καταδυναστεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταδυναστεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταδυναστεύω[1]
Ρήμα
καταδυναστεύω
- εξουσιάζω τυραννικά, με βία ή ιδιαίτερη πίεση
- επιβάλλω αυτό που θέλω ή ζητώ αυτό που δικαιούμαι πιεστικά, με την άσκηση βίας
- έχω συμπεριφορά που επιβάλλει σε άλλους υπερβολική προστασία, περιορίζοντάς τους την αυτενέργεια ή αφαιρώντας τους κάθε πρωτοβουλία
- (μεταφορικά, για κάτι) που ασκεί αρνητική επίδραση, που ταλαιπωρεί, που περιορίζει
Συνώνυμα
Αναφορές
- καταδυναστεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.