καταδυνάστευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταδυνάστευση | οι | καταδυναστεύσεις |
| γενική | της | καταδυνάστευσης* | των | καταδυναστεύσεων |
| αιτιατική | την | καταδυνάστευση | τις | καταδυναστεύσεις |
| κλητική | καταδυνάστευση | καταδυναστεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταδυναστεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταδυνάστευση < καταδυναστεύ(ω) + -σις > -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.ðiˈna.stef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐δυ‐νά‐στευ‐ση
Μεταφράσεις
καταδυνάστευση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.