δυναστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυναστικός η δυναστική το δυναστικό
      γενική του δυναστικού της δυναστικής του δυναστικού
    αιτιατική τον δυναστικό τη δυναστική το δυναστικό
     κλητική δυναστικέ δυναστική δυναστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυναστικοί οι δυναστικές τα δυναστικά
      γενική των δυναστικών των δυναστικών των δυναστικών
    αιτιατική τους δυναστικούς τις δυναστικές τα δυναστικά
     κλητική δυναστικοί δυναστικές δυναστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυναστικός < αρχαία ελληνική δυναστικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dynastique ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική dynastic)

Επίθετο

δυναστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.