δρυοκολάπτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δρυοκολάπτης οι δρυοκολάπτες
      γενική του δρυοκολάπτη των δρυοκολαπτών
    αιτιατική τον δρυοκολάπτη τους δρυοκολάπτες
     κλητική δρυοκολάπτη δρυοκολάπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρυοκολάπτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρυοκολάπτης

Ουσιαστικό

δρυοκολάπτης αρσενικό

  • (πτηνό) πουλί της οικογένειας των Δρυοκολαπτιδών που ανοίγει οπές σε συνήθως γερασμένα δέντρα και αναζητεί τροφή ή φτιάχνει εκει τη φωλιά του
    Δρυοκολάπτης ο μείζων (Picus major)
    Δρυοκολάπτης ο χλωρός δηλαδή πράσινος (Picus viridis)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δρυοκολάπτης οἱ δρυοκολάπται
      γενική τοῦ δρυοκολάπτου τῶν δρυοκολαπτῶν
      δοτική τῷ δρυοκολάπτ τοῖς δρυοκολάπταις
    αιτιατική τὸν δρυοκολάπτην τοὺς δρυοκολάπτᾱς
     κλητική ! δρυοκολάπτ δρυοκολάπται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δρυοκολάπτ
γεν-δοτ τοῖν  δρυοκολάπταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Γνωστός ο τονισμός του πληθυντικού δρυοκολάπται.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρυοκολάπτης < δρῦς + -ο- + κολάπτ(ω) + -ης

Ουσιαστικό

δρυοκολάπτης αρσενικό (πληθυντικός: δρυοκολάπται [1]

Συνώνυμα

Πηγές

  1. https://books.google.gr/books?id=p2oMAAAAYAAJ&pg=PA520 books.google] Αριστοτέλης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.