δρυοκολάπτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δρυοκολάπτης | οι | δρυοκολάπτες |
| γενική | του | δρυοκολάπτη | των | δρυοκολαπτών |
| αιτιατική | τον | δρυοκολάπτη | τους | δρυοκολάπτες |
| κλητική | δρυοκολάπτη | δρυοκολάπτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- δρυοκολάπτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρυοκολάπτης
Ουσιαστικό
δρυοκολάπτης αρσενικό
Συνώνυμα
- δεντροφάγος
- δρυοκόπος
- ξυλοφαγάς
-
δρυοκολάπτης στη Βικιπαίδεια

- πελεκάνος
- τρυπόξυλο
- τσικλητάρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | δρυοκολάπτης | οἱ | δρυοκολάπται |
| γενική | τοῦ | δρυοκολάπτου | τῶν | δρυοκολαπτῶν |
| δοτική | τῷ | δρυοκολάπτῃ | τοῖς | δρυοκολάπταις |
| αιτιατική | τὸν | δρυοκολάπτην | τοὺς | δρυοκολάπτᾱς |
| κλητική ὦ! | δρυοκολάπτᾰ | δρυοκολάπται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δρυοκολάπτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δρυοκολάπταιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Γνωστός ο τονισμός του πληθυντικού δρυοκολάπται. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- δρυοκόλαψ
- δρυοκόπος
Πηγές
- δρυοκολάπτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δρυοκολάπτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- https://books.google.gr/books?id=p2oMAAAAYAAJ&pg=PA520 books.google] Αριστοτέλης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.