υπέργηρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπέργηρος η υπέργηρη το υπέργηρο
      γενική του υπέργηρου της υπέργηρης του υπέργηρου
    αιτιατική τον υπέργηρο την υπέργηρη το υπέργηρο
     κλητική υπέργηρε υπέργηρη υπέργηρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπέργηροι οι υπέργηρες τα υπέργηρα
      γενική των υπέργηρων των υπέργηρων των υπέργηρων
    αιτιατική τους υπέργηρους τις υπέργηρες τα υπέργηρα
     κλητική υπέργηροι υπέργηρες υπέργηρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπέργηρος < αρχαία ελληνική ὑπέργηρως < ὑπέρ- + -γήρως (γῆρας)

Επίθετο

υπέργηρος, -η, -ο

  • πάρα πολύ γέρος, αυτός που έχει φτάσει με πολύ μεγάλη γεροντική ηλικία
ο υπέργηρος πρόεδρος του συλλόγου παραιτήθηκε από τη θέση του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.