σωματοφυλακή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σωματοφυλακή οι σωματοφυλακές
      γενική της σωματοφυλακής των σωματοφυλακών
    αιτιατική τη σωματοφυλακή τις σωματοφυλακές
     κλητική σωματοφυλακή σωματοφυλακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σωματοφυλακή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σωματοφυλακή θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.