δοκησίσοφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δοκησίσοφος | η | δοκησίσοφη | το | δοκησίσοφο |
| γενική | του | δοκησίσοφου | της | δοκησίσοφης | του | δοκησίσοφου |
| αιτιατική | τον | δοκησίσοφο | τη | δοκησίσοφη | το | δοκησίσοφο |
| κλητική | δοκησίσοφε | δοκησίσοφη | δοκησίσοφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δοκησίσοφοι | οι | δοκησίσοφες | τα | δοκησίσοφα |
| γενική | των | δοκησίσοφων | των | δοκησίσοφων | των | δοκησίσοφων |
| αιτιατική | τους | δοκησίσοφους | τις | δοκησίσοφες | τα | δοκησίσοφα |
| κλητική | δοκησίσοφοι | δοκησίσοφες | δοκησίσοφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δοκησίσοφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δοκησίσοφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðo.ciˈsi.so.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐κη‐σί‐σο‐φος
Επίθετο
δοκησίσοφος, -η, -ο
- δοκήσοφος
Συνώνυμα
- εξυπνάκιας
- κενόσοφος, μωρόσοφος
- ξυλόσοφος
- φαντασμένος
- ψευδόσοφος, ψευτοσοφός
Μεταφράσεις
Πηγές
- δοκησίσοφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δοκησίσοφος | τὸ | δοκησίσοφον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δοκησισόφου | τοῦ | δοκησισόφου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δοκησισόφῳ | τῷ | δοκησισόφῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δοκησίσοφον | τὸ | δοκησίσοφον | ||
| κλητική ὦ! | δοκησίσοφε | δοκησίσοφον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δοκησίσοφοι | τὰ | δοκησίσοφᾰ | ||
| γενική | τῶν | δοκησισόφων | τῶν | δοκησισόφων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δοκησισόφοις | τοῖς | δοκησισόφοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δοκησισόφους | τὰ | δοκησίσοφᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δοκησίσοφοι | δοκησίσοφᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δοκησισόφω | τὼ | δοκησισόφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δοκησισόφοιν | τοῖν | δοκησισόφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
δοκησίσοφος, -ος, -ον
- δοκησίσοφος, που στη φαντασία του είναι σοφός
- ≈ συνώνυμα: δοκησίνοος, δοκησίφρων
Πηγές
- δοκησίσοφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δοκησίσοφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.