δοκησισοφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοκησισοφία οι δοκησισοφίες
      γενική της δοκησισοφίας των δοκησισοφιών
    αιτιατική τη δοκησισοφία τις δοκησισοφίες
     κλητική δοκησισοφία δοκησισοφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δοκησισοφία < ελληνιστική κοινή δοκησισοφία < αρχαία ελληνική δοκησίσοφος

Ουσιαστικό

δοκησισοφία θηλυκό

  • η ιδιότητα του δοκησίσοφου· δηλαδή η λανθασμένη αντίληψη ή η ψευδαίσθηση μιας ορθής άποψης, χωρίς ουσιαστικές γνώσεις

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.