ψευδόσοφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευδόσοφος οι ψευδόσοφοι
      γενική του ψευδόσοφου
& ψευδοσόφου
των ψευδόσοφων
& ψευδοσόφων
    αιτιατική τον ψευδόσοφο τους ψευδόσοφους
& ψευδοσόφους
     κλητική ψευδόσοφε ψευδόσοφοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψευδόσοφος < αρχαία ελληνική ψευδόσοφος

Ουσιαστικό

ψευδόσοφος αρσενικό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.