ξυλόσοφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ξυλόσοφος | οι | ξυλόσοφοι |
| γενική | του/της του |
ξυλοσόφου ξυλόσοφου |
των | ξυλοσόφων |
| αιτιατική | τον/την | ξυλόσοφο | τους/τις τους |
ξυλοσόφους ξυλόσοφους |
| κλητική | ξυλόσοφε | ξυλόσοφοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξυλόσοφος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ξυλοσοφία + -ος [1] < αρχαία ελληνική ξύλον + φιλοσοφία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksiˈlo.so.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐λό‐σο‐φος
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη δοκησίσοφος
Μεταφράσεις
ξυλόσοφος
|
Αναφορές
- ξυλόσοφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.