ξυλόσοφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ξυλόσοφος οι ξυλόσοφοι
      γενική του/της
του
ξυλοσόφου
ξυλόσοφου
των ξυλοσόφων
    αιτιατική τον/την ξυλόσοφο τους/τις
τους
ξυλοσόφους
ξυλόσοφους
     κλητική ξυλόσοφε ξυλόσοφοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξυλόσοφος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ξυλοσοφία + -ος [1] < αρχαία ελληνική ξύλον + φιλοσοφία

Προφορά

ΔΦΑ : /ksiˈlo.so.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξυλόσοφος

Ουσιαστικό

ξυλόσοφος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.