δοκέω

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δοκέω-δοκῶ < από τη ρίζα -δοκ που προήλθε από μετάπτωση από τη ρίζα -δεκ < από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα -dek̑
Αρχικοί Χρόνοι
Ενεστώτας δοκέω-ῶ
Παρατατικός ἐδόκουν
Μέλλοντας δόξω και δοκήσω
Αόριστος ἔδοξα και ἐδόκησα
Παρακείμενος δεδόκηκα
Υπερσυντέλικος (ἐδεδόχεσαν)


Ρήμα

δοκέω-δοκῶ

  1. πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, φαντάζομαι, υποθέτω, αποφασίζω, σκέπτομαι, μου φαίνεται
  2. (απρόσωπο ρήμα) δείτε δοκεῖ με δοτική προσωπική ή με απαρέμφατο, σημαίνει κρίνω ότι, φαίνεται ότι, φαίνεται καλό, αποφασίζω να
    ἔδοξεν Ἀργείοισιν (αποφάσισαν, τους φάνηκε καλό να..)
    ἔδοξε τῇ βουλῇ και ἔδοξε τῷ δήμῳ (η βουλή ή ο δήμος αποφάσισαν να...)
  3. η κοινή γνώμη, η εδραιωμένη άποψη του κόσμου
    τὰ δοκοῦντα

Εκφράσεις

  • ἐνεργεῖ κατά το δοκοῦν (μετοχή του απρόσωπου ρήματος δοκεί): κάνει ό,τι νομίζει, ενεργεί αυθαίρετα
  • δοκεῖ μοι... (μου φαίνεται ότι...)
Το απρόσωπο δοκεῖ
Ενεστώτας δοκεῖ
Παρατατικός ἐδόκει
Μέλλοντας δόξει
Αόριστος β' ἔδοξε
Παρακείμενος δέδοκται
Υπερσυντέλικος ἐδέδοκτο

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • προσδοκέω (φαίνομαι) διάφορο του προσδοκώ (περιμένω)
  • ἀποδοκεῖ (σύνθετο του απροσώπου δοκεῖ)
  • καταδοκέω (σκέφτομαι κάτι για να βλάψω) και καταδοκοῦμαι (θεωρούμαι ύποπτος)
  • μεταδοκέω (: αλλάζω γνώμη, πιο συχνά ως απρόσωπο, στους τύπους μεταδόξῃ μετέδοξε μεταδόξαν μεταδεδογμένον)
  • προδοκέω (κι αυτό συχνά ως απρόσωπο)
  • συνδοκέω (συναποδέχομαι)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.