διπλωμάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διπλωμάτης | οι | διπλωμάτες |
| γενική | του | διπλωμάτη | των | διπλωματών |
| αιτιατική | τον | διπλωμάτη | τους | διπλωμάτες |
| κλητική | διπλωμάτη | διπλωμάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διπλωμάτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική diplomate < diplomatique < λατινική diploma + -ique < αρχαία ελληνική δίπλωμα < διπλόω / διπλῶ < διπλόος / διπλοῦς < δύο < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (δύο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.ploˈma.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐πλω‐μά‐της
Ουσιαστικό
διπλωμάτης αρσενικό (θηλυκό: διπλωμάτης & διπλωμάτισσα & ((καθαρεύουσα)) διπλωμάτις)
- (επάγγελμα) υπάλληλος ή κρατικός λειτουργός που εκπροσωπεί το κράτος του σε ξένη χώρα και προασπίζεται τα συμφέροντα της χώρας του και τον συμπολιτών του
- (μεταφορικά) άνθρωπος που ξέρει να «ελίσσεται» στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους και να αντεπεξέρχεται στις δύσκολες καταστάσεις με ικανότητα, επιδεξιότητα, σύνεση και (ενδεχομένως) πονηριά
- (λαϊκότροπο) Ο καταφερτζής άνθρωπος που έχει πειθώ και ξέρει να σε ρίχνει.
Συγγενικά
|
Μεταφράσεις
Αναφορές
- διπλωμάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.