διπλωματικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διπλωματικότητα οι διπλωματικότητες
      γενική της διπλωματικότητας των διπλωματικοτήτων
    αιτιατική τη διπλωματικότητα τις διπλωματικότητες
     κλητική διπλωματικότητα διπλωματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διπλωματικότητα < διπλωματικός + -ότητα

Ουσιαστικό

διπλωματικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.