δίπλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δίπλωμα | τα | διπλώματα |
| γενική | του | διπλώματος | των | διπλωμάτων |
| αιτιατική | το | δίπλωμα | τα | διπλώματα |
| κλητική | δίπλωμα | διπλώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δίπλωμα < αρχαία ελληνικήδίπλωμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.plo.ma/
Ουσιαστικό
δίπλωμα ουδέτερο
- το τσάκισμα ενός αντικειμένου με τέτοιο τρόπο, ώστε η αρχική επιφάνειά να μειώνεται κατά το ήμισυ
- έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται από κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή οργανισμό ότι κάποιος έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του ή ότι έχει επάρκεια γνώσεων
- (παλαιογραφία) διπλωμένο έγγραφο που διασφαλίζει το περιεχόμενο του με σφραγίδα
- (προφορικό) η άδεια οδήγησης
Εκφράσεις
- αναμνηστικό / τιμητικό δίπλωμα : έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα την ιδιότητα κάποιου και του απομένεται τιμητικά
- παίρνω δίπλωμα : κρίνομαι άξιος, επιτυγχάνω σε ανάλογη γνωστική εξέταση
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.