δίπλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίπλωμα τα διπλώματα
      γενική του διπλώματος των διπλωμάτων
    αιτιατική το δίπλωμα τα διπλώματα
     κλητική δίπλωμα διπλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δίπλωμα < αρχαία ελληνικήδίπλωμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.plo.ma/

Ουσιαστικό

δίπλωμα ουδέτερο

  1. το τσάκισμα ενός αντικειμένου με τέτοιο τρόπο, ώστε η αρχική επιφάνειά να μειώνεται κατά το ήμισυ
  2. έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται από κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή οργανισμό ότι κάποιος έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του ή ότι έχει επάρκεια γνώσεων
  3. (παλαιογραφία) διπλωμένο έγγραφο που διασφαλίζει το περιεχόμενο του με σφραγίδα
  4. (προφορικό) η άδεια οδήγησης

Εκφράσεις

  • αναμνηστικό / τιμητικό δίπλωμα : έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα την ιδιότητα κάποιου και του απομένεται τιμητικά
  • παίρνω δίπλωμα : κρίνομαι άξιος, επιτυγχάνω σε ανάλογη γνωστική εξέταση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.