ελίσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ελίσσομαι < αρχαία ελληνική ἑλίσσομαι
Συγγενικά
- ανελικτικός
- ανέλιξη
- ανελίσσομαι
- ανελισσόμενος
- ανεξέλικτα
- ανεξέλικτος
- αντελιγμός
- αυτοεξελίσσομαι
- εξελίσσομαι
- εξέλιξη
- εξελικτικός
- εξελικτισμός
- ελιγμός
- ευέλικτα
- ευέλικτος
- ευελιξία
- μετεξέλιξη
- μετεξελίσσομαι
- περιέλιξη
- περιελίσσσω
- → δείτε τη λέξη έλικας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.