κρατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρατικός η κρατική το κρατικό
      γενική του κρατικού της κρατικής του κρατικού
    αιτιατική τον κρατικό την κρατική το κρατικό
     κλητική κρατικέ κρατική κρατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρατικοί οι κρατικές τα κρατικά
      γενική των κρατικών των κρατικών των κρατικών
    αιτιατική τους κρατικούς τις κρατικές τα κρατικά
     κλητική κρατικοί κρατικές κρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρατικός < κράτος

Επίθετο

κρατικός, κρατική, κρατικό

  1. που ανήκει στο κράτος
    Κρατικός Αερολιμένας Θεσσαλονίκης
     αντώνυμα: ιδιωτικός
  2. που αναφέρεται στο κράτος
    κρατικός προϋπολογισμός
  3. που γίνεται από το κράτος
    ...

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.